- ἀνάρσια
- ἀνάρσιοςincongruousneut nom/voc/acc plἀνάρσιοςincongruousneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀναρσίας — ἀναρσίᾱς , ἀνάρσιος incongruous fem acc pl ἀναρσίᾱς , ἀνάρσιος incongruous fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναρσίαν — ἀναρσίᾱν , ἀνάρσιος incongruous fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιπροβάλλω — Α προβάλλω, ρίχνω ή τοποθετώ κάτι μπροστά και γύρω από κάποιον («δυσμενέεσι διπλᾱ περιπροβαλόντες ἀνάρσια τείχεα πέτρης», Οππ.) … Dictionary of Greek